-
1 παραγγελία
παραγγ-ελία, ἡ,A command or order issued to soldiers, X.HG2.1.4, Act.Ap.16.24; τόπος ἐπιτηδειότατος εἰς π. for giving the word of command, Plb.6.27.1: generally, order issued by an authority, PAmh.2.68.63 (i A. D.), etc.II summoning one's partisans to support one in a suit at law, exertion of influence, σπουδὴ καὶ π., συγγνώμη καὶ π., D.19.1, 283.III set of rules or precepts,ὑπὸ παραγγελίαν πίπτειν Arist. EN 1104a7
;παραδόσεις καὶ π. Phld.Rh.1.78
S. (pl.);μεθοδικὴ π. Phld. Po.2.33
; instruction, precept, advice, Hp.Jusj., D.S.4.36, 15.10;τὸ τέλος τῆς π. ἐστὶν ἀγάπη 1 Ep.Ti.1.5
; τεχνίτης π. λογικῆς, of rules of literary composition, D.S.26.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγγελία
-
2 παρόρασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρόρασις
-
3 οὐδέ
οὐδέ negative conjunction, combination of οὐ and δέ (Hom.+).① and not, nor joins neg. sentences or clauses to others of the same kind. οὐδὲ … οὐδὲ … οὐδέ at the beg. of a sentence 10:4. After οὐ: κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν Mt 6:20; cp. vs. 28; 5:15; 7:18; 10:24; 25:13; Mk 4:22; Lk 6:43f; 12:24, 27; J 6:24; Ac 2:27 (Ps 15:10); Ro 2:28; Gal 1:1; 3:28ab; 1 Th 5:5; Hb 9:25; 1 Pt 2:22 (cp. Is 53:9); Rv 21:23; AcPlCor 1:4. οὐ … οὐδὲ … οὐδέ Mt 6:26; J 1:13, 25; 1 Th 2:3; AcPlCor 1:11, 15. After οὔπω Mt 16:9; Mk 8:17. After οὐδείς Mt 9:17; 11:27; 22:46; Rv 5:3 (οὐδεὶς … οὐδὲ … οὐδέ). ἵνα μὴ … οὐδὲ … οὐδέ 9:4.—οὐδὲ γάρ for … not Lk 20:36; J 7:5; 8:42; Ac 4:12, 34; Ro 8:7. οὐδὲ γὰρ … οὐδένα for … not … anyone J 5:22. οὐδὲ μὴ πέσῃ (cp. Is 49:10 A) Rv 7:16.② also not, not either, neither ἐὰν μὴ ἀφῆτε …, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν if you do not forgive …, your Father will not forgive your transgressions (either) Mt 6:15. Cp. 21:27; 25:45; Mk 16:13; Lk 16:31; J 15:4; Ro 4:15; 11:21; 1 Cor 15:13, 16; GJs 16:3. οὐδὲ γὰρ ἐγὼ … παρέλαβον αὐτὸ οὔτε (v.l. οὐδέ) … for I did not receive it … nor … Gal 1:12. ἀλλʼ οὐδέ and neither Lk 23:15.③ not even, Lat. ne … quidem (B-D-F §445, 2; Rob. 1185; Libanius, Or. 11 p. 439, 14 F. οὐδὲ συγγνώμη=not even forbearance; Just., D. 12, 2 οὐδὲ νῦν not even now; Tat. 30, 1; Ath. 13, 1 οὐδʼ ὄναρ) οὐδὲ Σολομὼν περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων not even Solomon was dressed like one of them Mt 6:29. Cp. Lk 7:9; 12:26; J 21:25; 1 Cor 5:1. οὐδʼ ἄν (X., Cyr. 8, 8, 3; Herodian 2, 8, 2) Hb 8:4. οὐδʼ οὕτως not even then 1 Cor 14:21. οὐδεὶς … οὐδὲ … οὐδὲ … no one … not even … and not even … Mt 24:36; Mk 13:32. οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε; have you never (even) read this passage of Scripture? Mk 12:10. Cp. Lk 6:3. Likew. in other questions Lk 23:40 (cp. Lucian, Asin. 24 οὐδὲ τὰ δαιμόνια δέδοικα;); 1 Cor 11:14.—καὶ οὐδέ Mk 6:31. καὶ οὐδὲ ἁλύσει (οὐκέτι οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτὸν δῆσαι) 5:3.—ἀλλʼ οὐδέ (TestJob 47:10; ApcEsdr 4:4; Just., D. 3, 6) but not even Ac 19:2; 1 Cor 3:2; 4:3; Gal 2:3.—οὐδὲ εἷς not even one (X., Mem. 3, 5, 21; Dionys. Hal. 1, 73; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 103m, 2 Jac. οὐδὲ εἷς κλέπτει; 2 Km 13:30; Philo, Rer. Div. Her. 66; Jos., C. Ap. 1, 66; 2, 141.—B-D-F §302, 2; Rob. 751) Mt 27:14; J 1:3; 3:27; Ac 4:32; Ro 3:10 (s. below).—After οὐ, strengthening it (Appian, Liby. 90 §424 οὐ γὰρ οὐδὲ δίδοτε=you do not even allow) οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὁφθαλμοὺς ἐπᾶραι he would not even raise his eyes Lk 18:13; cp. Ac 7:5; Ro 3:10 (s. above).—GValley, Üb. d. Sprachgebr. des Longus, diss. Ups. 1926, 36–44: on οὔτε and οὐδέ in later times.—M-M. -
4 ἀπονέμω
A :—portion out, impart, assign,ἡμῖν.. ταῦτ' ἀπένειμε τύχη Simon.100
;βωμοὺς καὶ ἀγάλματα θεοῖσι Hdt.2.4
;τὸ πρέπον ἑκατέροις Pl.Lg. 757c
;τῷ θεῷ τοῦτο γέρας Id.Prt. 341e
;τοῖς θεοῖς χάριτας SIG708.33
, cf. 1 Ep.Pet.3.7;τὸ καλῶς ἀποθανεῖν ἴδιον τοῖς σπουδαίοις ἡ φύσις ἀπένειμεν Isoc.1.43
; [tense] aor. imper. render, impart,Pi.
I.2.47; :—[voice] Med., assign or take to oneself, τι Pl.Sph. 267a, Lg. 739b; feed on,Ar.
Av. 1289; ἀπονέμεσθαι τῶν πατρῴων help oneself to a share of.., Pl.R. 574a:—[voice] Pass., to be assigned,τοῖς ἀγαθοῖς Arist. EN 1123b35
; to be rendered,θεῷ Porph.Marc.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπονέμω
См. также в других словарях:
συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
παραγγελία — η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία … Dictionary of Greek
συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
τίποτε — και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν άκλ. (αόρ. αντων.) 1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;») 2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;») 3 … Dictionary of Greek
παρντόν — και μπαρντόν και μπαρδόν και παρδόν 1. (σε εκφράσεις φιλοφροσύνης) συγγνώμη, με συγχωρείτε 2. (ερωτημ.) πώς είπατε; [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pardon] … Dictionary of Greek
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
συγγνώμων — και αττ. τ. ξυγγνώμων, ύγγνωμον, Α 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη, που συμφωνεί με κάποιον («νῡν δὲ τῆς ἀνάγκης ἔχειν συγγνώμονα τὸν Λυκοῡργον», Πλούτ.) 2. αυτός που γνωρίζει κάτι μαζί με άλλον 3. πρόθυμος στο να συγχωρεί, επιεικής 4. (με παθ.… … Dictionary of Greek
Festina lente — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ. 2 Σαρδόνιος γέλως … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Sigma — Sigma Inhaltsverzeichnis 1 Σ αγαπώ … Deutsch Wikipedia